- σελοφάν
- cellophane
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σελοφάν — Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε… … Dictionary of Greek
διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… … Dictionary of Greek
βισκόζη — Κολλοειδές κυτταρινικό διάλυμα, που σχηματίζεται κατά την αντίδραση της αλκαλικής κυτταρίνης (κυτταρίνη σε υδάτινο διάλυμα καυστικού νατρίου) με διθειούχο άνθρακα. Η β. είναι διάλυμα ιξώδες, με πυκνότητα 1,12 γρ./κ.εκ. Έχει χρώμα ανοιχτό… … Dictionary of Greek
διθειάνθρακας — Οργανική ένωση με τύπο CS2 που παρασκευάζεται κυρίως με την επίδραση θείου σε φυσικό αέριο. Είναι πτητικό υγρό, βαρύτερο από το νερό, με χαμηλό σημείο βρασμού και μεγάλη τοξικότητα. Με επίδραση χλωρίου σε δ., παρουσία καταλυτών, σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… … Dictionary of Greek